-
1 ληκτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληκτήριος
См. также в других словарях:
ληκτήριος — ληκτήριος, ία, ον (Α) έσχατος, τελευταίος («νῆσον εἱς ληκτηρίαν» στα τελευταία όρια τής νήσου, Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήγω + κατάλ. τήριος] … Dictionary of Greek